- Ἀραβίῃ
- ἈράβιοςArabiafem dat sg (epic ionic)ἈραβίαArabiafem dat sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀραβίη — Ἀράβιος Arabia fem nom/voc sg (epic ionic) Ἀραβία Arabia fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυανάνθρωπος — κυανάνθρωπος, ον (Μ) (για χώρα) αυτή που έχει μελαψούς ανθρώπους («κυανάνθρωπος Αραβίη», Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + ἄνθρωπος] … Dictionary of Greek